Χανς Κρίστιαν Άντερσεν Στο δάσος, ψηλά στην απότομη ακτή, αντίκρυ στο ανοιχτό πέλαγος, έστεκε μια πολύ γριά βελανιδιά. Ήταν ακριβώς τριακοσίων εξήντα πέντε ετών, μα για το δένδρο, όλος αυτός ο καιρός δεν ήταν παρά μόνο μερικές δικές μας μέρες. Εμείς είμαστε ξύπνιοι τη μέρα και κοιμόμαστε τη νύχτα και τότε βλέπουμε τα όνειρά μας. Το δένδρο είναι ξύπνιο τρεις ολόκληρες εποχές και κοιμάται μόνο σαν έρχεται o χειμώνας. Ο χειμώνας είναι η νύχτα της – ύστερα από μια ατέλειωτη μέρα που τη λένε άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο. Πολλά ζεστά καλοκαιρινά πρωινά, τα Εφήμερα, αυτές οι μυγούλες που ζουν μονάχα μια μέρα, χόρευαν ολόγυρα στην κορφή της, χαρούμενα κι ευτυχισμένα, και ύστερα ακουμπούσαν για μια στιγμή σε κάποιο δροσερό, πράσινο φύλλο της Βελανιδιάς. Και τότε η Βελανιδιά έλεγε: «Καημένη μυγούλα! Ολόκληρη η ζωή σου είναι μια μέρα! Πόσο σύντομη είναι και πόσο θλιβερή!» «Θλιβερή! Γιατί το λες αυτό;» απαντούσε τότε το Εφήμερο....