Τα δεκατέσσερα παιδιά – Νικηφόρος Βρεττάκος «…Εν αρχή ην η αγάπη…» μελωδούσε γιομίζοντας το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα, καθώς σ’ έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο, σαν κλωνί λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν πάνω στο στήθος σου. Κι έβλεπες πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου. Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα και στεκόντουσαν γύρω σου. Τα μάτια τους θύμιζαν σταγόνες σε τζάμια: «Έλεος! Έλεος! Έλεος!...» τινάζοντας τη βροχή και το χιόνι από πάνω τους, τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα να’ θελες να τους κόψεις την ευτυχία στα μέτρα τους, ενώ η άρπα συνέχιζεν απαλά μες στον ύπνο σου: «… Ό,τι θέλει κανείς μπορεί να φτιάξει με την αγάπη. Ήλιους κι αστέρια, ροδώνες και κλήματα…». Αλλά εσύ προτιμούσες μποτίτσες φοδραρισμένες με μάλλινο, πουκάμισα κλειστά στο λαιμό - γιατί φυσάει πολύ στο Καλέντζι! Έβλεπες πως ράβεις με τα δυο σου χέρια, έβλεπες πως ζυμώνεις με τα δυο σου χέρια κι ...