1821: δημοτικά και κλέφτικα
Μια μεγάλη συλλογή από σημαντικά δημοτικά και κλέφτικα τραγούδια του ελληνικού λαού.
Της Δέσπω Μπότση
-Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε»
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.
*
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες
Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς
οι μαύροι κλέφτες
Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε
Όλη, μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο
Όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι, το βράδυ καραούλι
Κοντά, μωρέ, κοντά, στα ξημερώματα
Κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, γυρίζω να πλαγιάσω
Το χε- μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το σπαθί μου στρώμα
Το κα’μωρέ, καριοφίλι μ΄αγκαλιά
Τι καριοφίλι μ΄ αγκαλιά σαν το παιδί την μάνα, σαν το παιδί τη μάνα.
Του Διάκου (22 Απριλίου 1821)
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Eμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας»
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.
*
Τι έχεις καημένε πλάτανε
Τι έχεις καημένε πλάτανε
και στέκεις μαραμένος,
με τις ριζούλες στο νερό
με τη δροσιά στα φύλλα;
Παιδιά μ’ , σαν με ρωτήσατε,
να σας το μολογήσω. Αλή Πασάς
επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Κι όλοι στον ίσκιο μ’ έκατσαν
και κάτω απ’ τη δροσιά μου
κι όλοι σημάδι μ’ έβαλαν
κι όλοι με τουφεκίσαν.
Άλλοι βαρούν τους κλώνους μου
κι άλλοι βαρούν τα φύλλα
κι ο σκύλος ο Αλή Πασάς
βαρεί μες στην καρδιά μου.
Μαράθηκαν τα φύλλα μου,
μαράθηκε η καρδιά μου.
*
Ξύπνα ραγιά
Ραγιά καημένε μου ραγιά για σήκω το κεφάλι, τη δόξα πού ‘χες μια φορά απόκτησέ την πάλι.
Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δεις τη λευτεριά.
Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια
διψούνε και για λευτεριά οι σκλάβοι τόσα χρόνια.
Κοιμούμαι μ’ ένα όνειρο, ξυπνώ με μιαν ελπίδα
να ιδώ κι εγώ μια μέρα φως ελεύθερη πατρίδα.
Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δεις τη Λευτεριά.
*
Ήταν η μέρα βροχερή
Μα ήταν η μέρα βρο- μουρτάτη, βροχερή
Και η νύχτα πο- μωρέ, ποντισμένη
Που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, άιντε, ρε Παπαφλέσσα, ‘Μπραήμ, ο Ιμπραήμ πασάς
’ιντε, που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, ‘Μπραήμ πασάς από την Α- από την Αλεξάνδρεια
Νύχτα σε νύχτα πε- άιντε, ρε Παπαφλέσα μου, πε- ωρέ, περπατεί
’ιντε, νύχτα σε νύχτα πε- μουρτάτη, περπατεί
Λιμάνι σε- μωρέ, σε λιμάνι φέρνει τ’ ασκέρι δια- άιντε, ρε Παπαφλέσσα μου, δια- ωρέ, διαλεχτό
Φέρνει τ’ ασκέρι διαλεχτό, ούλο στραβαραπάδες
Και στη Μεθώνη άραξε μέσα στο Ναυαρίνο
(το τραγούδι αναφέρεται στην εκστρατεία του Ιμπραήμ, ο οποίος το 1825 ξεκινώντας από την Αλεξάνδρεια έφτασε ως το Ναυαρίνο)
*
Μωρ’ περδικούλα του Μοριά
Ωρέ, μωρ’ περδικούλα, μωρ’ περδικούλα του Μοριά
Μωρ’ περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατημένη
Αυτού ψηλά, γειά σου, πέρδικα, αυτού ψηλά-να που πέτεσαι
Αυτού ψηλά που πέτεσαι και χαμηλά ‘γναντεύεις
Μην είδες κλέ, γεια σου, πέρδικα, μην είδες κλέ-νε-φτες πουθενά
Μην είδες κλέφτες πουθενά, τους Κολοκοτρωναίους;
*
Εσείς βουνά ψηλά
Εσείς βουνά, ψηλά βουνά, με τα δασιά κλαριά σας,
με τα δασιά τα έλατα, το εν’ απάνω ‘ς τάλλο,
και πύργε της Καστάνιτσας, οπού βαστάτε κλέφταις,
τους κλέφταις τί τους κάματε, τους Κολοκοτρωναίους;
οπού φορούν χρυσά σπαθιά, μπαλάσκαις ασημένιαις,
χρυσά ‘ν’ και τα ντουφέκια τους, χρυσά μαλαματένια,
και τα τσαπράζια που φορούν, ούλο μαργαριτάρια.
Κείνοι το Μάρτη εδώ ήσανε και τον μισόν Απρίλη,
και την ημέρα τ’ άη Γιωργιού, που είναι το πανηγύρι,
φίλοι τους επροσκάλεσαν, τους είχανε τραπέζι.
Πάνω ποβάλαν τα φαγιά, κ’ έκαμαν το σταυρό τους,
ψιλή φωνίτσα νάκουσαν, ψιλή φωνή νακούνε.
«Γι’ αφήστε τα καλά φαγιά και πάρτε τα ντουφέκια,
τι οι Τούρκοι σας επλάκωσαν, τι οι Τούρκοι σας επήραν.»
Και τα ντουφέκια πήρανε, και τα σπαθιά τραυήξαν,
τους Τούρκους εκυνήγησαν, τους κάμαν ένα ένα.
*
Σαράντα παλικάρια
Σαράντα παλλικάρια από τη Λιβαδειά
πάνε για να πατήσουνε την Ντροπολιτσά.
Στον δρόμο που πηγαίναν γέροντ΄ απαντούν
-Γειά σου, χαρά σου, γέρο -Καλώς τα τα παιδία
Πού πάτε παλικάρια, που πάτε ρε παιδιά;
-Πάμε για να πατήσουμε τη Ντροπολιτσά
-Ώρα καλή παιδιά μου να πάτε στο καλό
-Έλα μαζί μας, γέρο, γεροντόκλεφτα.
-Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιάτί γέρασα,
-μόν΄πάρτε τον υγιό μου το μικρότερο,
πόχει λαγού ποδάρια και πέρδικας φτερά,
που ξέρει τα λημέρια που λημέριαζα,
που ξέρει και τις βρύσες πόπινα νερό….
*
Παιδιά της Σαμαρίνας
Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα
παιδιά της Σαμαρίνας
μωρέ παιδιά καημένα
παιδιά της Σαμαρίνας
κι ας είστε λερωμένα.
Αν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά
κατά τη Σαμαρίνα
μωρέ παιδιά καημένα
κατά τη Σαμαρίνα
κι ας είστε λερωμένα.
Τουφέκια μωρέ να μη ρίξετε
τραγούδια να μη πείτε
μωρέ παιδιά καημένα
τραγούδια να μη πείτε
κι ας είστε λερωμένα.
Κι αν σας ρωτήσει μωρ’ η μάνα μου
κι η δόλια η αδερφή μου
μωρέ παιδιά καημένα
κι η δόλια η αδερφή μου
κι ας είστε λερωμένα.
Μη πείτε πως μωρέ εχάθηκα
πως είμαι σκοτωμένος
μωρέ παιδιά καημένα
πως είμαι σκοτωμένος
κι ας είστε λερωμένα.
Πείτε τους μωρέ πως παντρεύτηκα
τη μαύρη γη πως πήρα
μωρέ παιδιά καημένα
τη μαύρη γη πως πήρα
κι ας είστε λερωμένα.
*
Όλες οι καπετάνισσες
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι,
όλες την Αρτα πέρασαν, στα Γιάννενα τις πάνε,
σκλαβώθηκανοι ορφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες.
Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα,
μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου!
Σέρνω τουφέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες».
«Κόρη για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου».
«Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».
*
Τι έχεις, καημένε κόρακα
Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν’ ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ’ άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
“Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ’ Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ’ αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν’ ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη”.
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια.
*
Τα χιόνια στα βουνά
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια
έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι
πόχουν τ ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες
καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε
νοπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν
καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι
καβάλα βγήκαν κι έκατσαν στης εκκλησιάς την πόρτα
κι εκεί τους ήρθε η γραφή πικρή φαρμακωμένη
κι απόξω λέει τ’ απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα
τ’ αδέρφια σας σκοτώθηκαν στης Αιμιαλούς τ’ αμπέλι
τους πρόδωσ’ ο καλόγερος από το μοναστήρι.
Αστέ παιδιά να φύγουμε στον τόπο μας να πάμε
γιατί μας πλάκωσε η Τουρκιά, οι Αρβανιταράδες.
*
Ο χορός του Ζαλόγγου
Έχε γεια καημένε κόσμε
έχε γεια γλυκιά ζωή (2)
κι εσύ δύστυχη πατρίδα
έχε γεια παντοτινή (2)
Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες
Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτ’ ανθός στην αμμουδιά (2)
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά (2)
Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες.
*
Ο γεροκλέφτης
Παιδιά μ’ σαν θέλτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
εμένα να, μωρέ παιδιά, εμένα να ρωτήσετε
Εμένα να ρωτήσετε πώς τα περνούν οι κλέφτες
σαράντα χρο, μωρέ παιδιά σαράντα χρόνους έκαμα
Σαράντα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος
ζεστό ψωμί μωρέ παιδιά, ζεστό ψωμί δεν έφαγα
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα γλυκό κρασί δεν ήπια
τον ύπνο δε, μωρέ παιδιά, τον ύπνο δεν εχόρτασα
Τον ύπνο δεν εχόρτασα του ύπνου τη γλυκάδα
σε στρώμα δε, μωρέ παιδιά, σε στρώμα δεν επλάγιασα
Σε στρώμα δεν επλάγιασα μηδέ σε μαξιλάρι
το χέρι μου, μωρέ παιδιά, το χέρι μου προσκέφαλο
Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
και το ντουφέ, μωρέ παιδιά, και το ντουφέκι μου αγκαλιά
Και το ντουφέκι μου αγκαλιά σαν το παιδί η μάνα
Πιδιά μ’ σαν θέ μαύρα πιδιά,
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά κι κλέφτις να γινείτι,
ιμένα να ρουτήσιτι του τι τραβούν οι κλέφτις.
Δώδικα χρόνους έκανα στους κλέφτις καπιτάνιους.
ν Όλη μιρούλα πόλιμου, του βράδυ καραούλι1.
Ζιστό ψουμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια.
Το χέρι μου προυσκέφαλου κι του σπαθί μου στρώμα,
του έρημου καριόφιλου κόρη στην αγκαλιά μου.
*
Χορεύουν τα κλεφτόπουλα
Χορε-νε-ύουν τα- μωρέ, τα κλεφτό-νο-πουλα
Χορεύουν τα κλεφτόπουλα, γλεντάνε τα καημένα
Κι ένα, ‘να μικρό, ‘να μικρό κλεφτό-νο-πουλο
Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο δεν τρώει, δεν τραγουδάει
Μόν ‘τ’ ά-να-ρματα, τ’ άρματα του ξύ-νι-ατριζε
Μόν’ τ’ άρματά του ξύστριζε, του ντουφεκιού του λέει
Ντουφέ-νε-κι κα- μωρέ, καριοφι’-νι-λι μου
Ντουφέκι καριοφίλι μου, σπαθί μου παινεμένο
Πολλές νε-φορές, νε-φορές με γλί-νι-τωσες
Πολλές φορές με γλίτωσες, για γλίτωμε και τώρα
*
Τα κλεφτόπουλα
Μάνα μου τα, μάνα μου
τα κλεφτόπουλα τρώνε
και τραγουδάνε, άιντε
πίνουν και γλεντάνε.
Μα ένα μικρό μα ένα μικρό
κλεφτόπουλο δεν τρώει,
δεν τραγουδάει, βάι
δεν πίνει δε γλεντάει.
Μόν’ τ’ άρματα,
μόν τ’ άρματά του κοίταζε,
του τουφεκιού του λέει:
Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη,
πόσες φορές, πόσες φορές
με γλίτωσες απ’ των εχθρών
τα χέρια κι απ’ των Τούρκων
τα μαχαίρια.
*
Μια κόρη μια ξανθιά κορή
Μια κόρη μια ξανθιά κορή, ξανθιά και μαυρομάτα,
Τον άντρα της παράτησε, Τούρκον άντρα επήρε.
Κι ο άντρας της παντρεύτηκε κι άλλη γυναίκα πήρε.
Βάζει τρακόσια φλάμπουρα κι εξήντα δυο νταούλια,
Κι από την πόρτα τ’ς απερνάει κι από το παραθύρι.
-Πάψτε μπρατίμοι τον ηχό, μαστόροι τα νταούλια,
ν’ από ψηλά θα γκρεμιστώ και χαμηλά θα πέσω,
σαν το γυαλί να ραγιστώ, σαν το κρουστάλλ(ι) να θράψω.
Κι ο άντρας της την άκουσε στέκει και τη ρωτάει:
-Τ’ έχεις κόρη μ’ και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;
Μήνα φλουριά δεν έχουμε, άσπρα και καραγρόσια;
-Φωτιά να κάψει τα’ άσπρα σου κι η φλόγα τα φλουριά σου,
μπροστά στον άντρα τον καλό, μπροστά στο παλικάρι.
Παν οι ρωμιοί στην εκκλησιά κι πρέπ’ ου κόσμους όλους.
*
Κλέφτικη ζωή
Μαύρη μωρέ πικρή είν’ η ζωή
που κάνουμε εμείς οι μαύροι
κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες.
Όλη μωρέ, όλη μερούλα
πόλεμο. Όλη μερούλα πόλεμο
το βράδυ καραούλι.
Με φό μωρέ με φόβο τρώμε
το ψωμί. Με φόβο τρώμε το
ψωμί, με φόβο περπατάμε.
Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε.
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφοούμε.
*
Τα ευζωνάκια
Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια
Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια
στους πολέμους μαυρισμένα τα ευζωνάκια τα καημένα
κλέφτικο χορό χορεύουν και τ’ αντίπερα αγναντεύουν.
Κι αγναντεύοντας την πόλη τραγουδούν και λένε
Κι αγναντεύοντας την πόλη τραγουδούν και λένε
Τούτ’ είν’ οι χρυσοί της θόλοι, αχ κατακαημένη πόλη
να η μεγάλη εκκλησιά μας, πάλι θα γενούν δικά μας.
Στην κυρά τη Δέσποινά μας πες να μη λυπάται
Στην κυρά τη Δέσποινά μας πες να μη λυπάται
στις εικόνες να μην κλαίνε, τα Ευζωνάκια μας το λένε
στις εικόνες να μην κλαίνε, τα Ευζωνάκια μας το λένε
Κι ο παπάς που ‘ναι κρυμμένος μέσα στ’ Άγιο Βήμα
Κι ο παπάς που ‘ναι κρυμμένος μέσα στ’ Άγιο Βήμα
Τά Ευζωνάκια δε θ’ αργήσει, νά ‘βγει να τα κοινωνήσει
και σε λίγο βγαίνουν τ’ Άγια μέσα σε μυρτιές και βάγια
*
Του Μπραϊμη
Ο κούκος φέτο δε λαλεί, ούτε και θα λαλήσει,
παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.
Φέτο μας ήρθεν Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει.
Εσκλάβωσε μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
κι εσκλάβωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους.
*
Του Δράμαλη
Φύσα, μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου,
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάννα.
Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κείτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι.
Στρωμά’χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια
και γι’απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κ’ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε:
«Πουλί, πως πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Ελληνες με τα σπαθιά στα χέρια».
Γράμματα πάνε κι έρχονται στων μπέηδων τα σπίτια.
Κλαίνε τ’αχούρια γι’άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους,
Κλαίνε μαννούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
*
Του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη
Πετρόμπεης καθότανε ψηλά στο Πετροβούνι
κι εσφούγγιζε τα μάτια του μ’ ένα χρυσό μαντίλι.
«Τι έχεις, Μπέη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα;»
«Σα μ’ ερωτάς, Κυριάκαινα, και θέλεις για να μάθεις,
απόψε μου ‘ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι.
Τον Κυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο,
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα».
*
Ο Ζήδρος
Αφήνω γεια στον Όλυμπο, σ’ όλα τα κορφοβούνια
κι εσείς λημέρια μου έρημα, πλατάνια με τους ίσκιους.
Ζήδρο μου, καπετάνιε μου, του Μαχαιρά ξεφτέρι,
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.
Βρυσούλες με κρύα νερά και χαμηλά λημέρια,
αφήνω γειά στους σταυραετούς και σ’ όλα τα ξεφτέρια.
Ζήδρο μου, καπετάνιε μου, του Μαχαιρά ξεφτέρι,
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.
Αφήνω γεια στον ήλιο μου και στο χρυσό φεγγάρι
που μου ‘φεγγε να περπατώ σαν άξιο παλληκάρι.
Ζήδρο μου, καπετάνιε μου, του Μαχαιρά ξεφτέρι,
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.
*
Ο γέρος του Μοριά
Ένα τραγούδι θα σας πω για τον λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μου το γέρο τον Μοριά
και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι
Τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Στήσε χορό ξενητεμένε Μοραΐτη,
απόψε ας παίξουνε λαγούτα και βιολιά
και πες πως γύρισες στο πατρικό σου σπίτι
και πως σε πήρανε οι γέροι σου αγκαλιά.
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γεια σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει
κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά,
έβγα απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη
κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά.
Τα όμορφα χρόνια τα παλιά να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
των πρόγονών μας οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι ετούτη τη στροφή.
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γεια σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί,
που η μάνα αν δε σας γέννα,
ούτ’ Άγια Λαύρα θα `χαμε, ουτέ Εικοσιένα.
*
Γλυκοχαράζει η χαραυγή
Γλυκοχαράζει η χαραυγή
και λάμπ’ ο ουρανός κι η γη.
Φέρνει την ελευθεριά μας
και το τέλος της σκλαβιάς μας.
Στα Βέρβαινα στα Δολιανά
γεια σου χαρά σου κλεφτουριά.
Στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι
πέφτει αδιάκοπο λεπίδι
Κι από του Διάκου το σουβλί
φτιάχνει ο Κανάρης το δαυλί
κι ο Μιαούλης το τιμόνι
πες το κότσυφα κι αηδόνι
*
Του Δήμου
Σήμερα, Δήμο μ’, Πασκαλιά, σήμερα πανηγύρι.
τα παλικάρια χαίρονται και ρίχνουν στο σημάδι,
κι εσύ, Δήμο μ’, στα Γιάννινα, στην πόρτα του βιζίρη,
στον άλυσο, στο κούτσουρο, στο έρημο τουμρούκι.
Και όλος ο κόσμος τόλεγαν, και Τούρκοι και Ρωμαίοι.
«Δήμο μου, κάτσε φρόνιμα, νά’ χης τ’ αρματολίκι.»
- «Και τι κακό σας έκαμα και κλαίετε από μένα;
Να δώκη ο Θεός κι η Παναγιά, και αφέντης Άγι-Γιώργης,
να γιάνη το χεράκι μου,να ζώσω το σπαθί μου…
*
Τρεις περδικούλες
Τρεις περδικούλες κάθονται,
στον Όλυμπο στη ράχη μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν,
μοιρολογάν και λένε.
Εσείς πουλιά πετούμενα που πάτε στον αέρα
να πάτε και στη Τζόρτζαινα, Ναούμη τη γυναίκα.
Να μην τα πλέξει τα μαλλιά, κοσί να μην τα φτιάξει.
Να μην τα βάλει τα φλουριά, να μην τα καμαρώνει.
Ναούμη τον βαρέσανε στου Διάκου το νταβούρι.
*
Θρήνος των Ηπειρωτών
’Σ όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλον τον κόσμο ήλιος
και ‘ς τα καϊμένα Γιάννενα μαύρο, παχύ σκοτάδι,
τι φέτο εκάμαν τη βουλή οχτώ βασίλεια ανθρώποι
κ’ εβάλανε τα σύνορα ‘ς της Άρτας το ποτάμi
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Πούντα,
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Άρτα,
κι’ αφήκανε το Μέτσοβο με τα χωριά του γύρα.
*
Αφήνω γεια στις όμορφες
Αφήνω γεια στις όμορφες
και γεια τις μαυρομάτες
εγώ πάω στα Γιάννενα
στου Μπέη τα σαράια.
Βρίσκω τον Μπέη που λούζονταν
σε μια χρυσή λυγένη
καλή μερά σου Μπέη μου
καλώς τη βλάχα που ‘ρθε.
Εγώ είμ’ η βλάχα η έμορφη
η βλάχα η ξακουσμένη
πο’ χω τα χίλια πρόβατα
τα τρεις χιλιάδες γίδια.
Λύκος να φάει τα πρόβατα
και σκάρκαλος τα γίδια
να μείνει η βλάχα η έμορφη.
Στο ’να βουνό τα πρόβατα
στ’ άλλο βουνό τα γίδια
κι ανάμεσα στα δυο βουνά
ρόδοι και μύλοι αλέθουν.
Τα έξι αλέθουν με νερό
τα έξι με το γάλα
κι απ’ τον αφρό του γάλατος
οι βλαχοπούλες πλένουν.
Η μια πλένει τους άρρωστους
κι η άλλη τους λαβωμένους
κι η τρίτη η καλύτερη
τους αρραβωνιασμένους.
*
Όλυμπος κι ο Κίσαβος
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει την βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου.
“Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-”Ήλιε μ’, δεν κρους τ’ από ταχύ, μόν’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;”
*
Του Κίτσου η μάνα
Του Κίτσου η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο’ ‘χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι».
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν’ να τον κρεμάσουν.
Χίλοι τον παν’ από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, πού είναι τ’ άρματα, πού τα ‘χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαίς τα νιάτα μου, δεν κλαίς τη λεβεντιά μου,
μον’ κλαίς τα ‘ρημα τ’ άρματα, τα ‘ρημα τα τσαπράζια;»
*
Το Μεσολόγγι
Κάστρα πολλά πολέμησαν και δώσαν τα κλειδιά τους
το Μεσολόγγι το κακό, το Μεσολόγγι τ” άξιο
δεν παραδίνει τα κλειδιά, πασά δεν προσκυνάει
κι ας λιγοστεύει το ψωμί, κι ας σώνεται το αλεύρι.
Μέρα και νύχτα πόλεμο, μ” εννιά χιλιάδες Τούρκους.
Πέφτουν ντουφέκια σαν βροχή και μπόμπες σαν χαλάζι
κι από την ντάπια του ο Μακρής τα παλικάρια κράζει:
-Παιδιά, βαστάτε τ” άρματα, βαστάτε το ντουφέκι,
γιατί βοήθεια πλάκωσε, στεριάς και του πελάου,
ο Καραϊσκάκης της στεριάς κι οι Υδραίοι του πελάου.
Ούτε βοήθεια φάνηκε κι ούτε βοήθεια φτάνει.
Και σώθηκε όλο το ψωμί και σώθηκε το αλεύρι…
Μαύρο γιουρούσι κάνανε τη νύχτα του Λαζάρου…
Οι Τούρκοι τους καρτέραγαν κρυμμένοι στα χαντάκια.
Σκοτώσαν γυναικόπαιδα, χαλάσαν το γεφύρι
και λιγοστοί τους ξέφυγαν στο αίμα κολυμπώντας.
*
Tης Λένως Μπότσαρη
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι,
όλες την Αρτα πέρασαν, στα Γιάννενα τις πάνε,
σκλαβώθηκανοι ορφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες.
Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα,
μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου!
Σέρνω τουφέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες».
«Κόρη για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου».
«Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».
*
Ένα μικρό Τουρκόπουλο
Ένα μικρό Τουρκόπουλο
Μικρό διαβολεμένο
Μια Ρωμιοπούλα κυνηγά
Γυναίκα να την πάρει
Κι η κόρη από το φόβο της
Κι από την αντροπή της
Τα πλάγια-πλάγια έπαιρνε
Και στον Αη Γιώργη βγαίνει
Βόηθα σ’ με Αη Γιώργη μ’ βόηθα σ’ με
Να μη με πάρει ο Τούρκος
Θα φέρει αμάξια το κερί
Φορτώματα το λάδι.
*
Οι κλέφτες του βάλτου
Κάτου στου βάλτου τα χωριά,
Ξερόμερο και Άγραφα και
στα πέντε βιλαέτια,
Βάλτε μπρε να πιούμ’, αδέρφια.
- Εκεί είν᾿ οι κλέφτες οι πολλοί,
ούλοι ντυμένοι στο φλωρί,
κάθουνται και τρων και πίνουν
και την Άρτα φοβερίζουν.
Πιάνουν και γράφουν μία γραφή,
βρίζουν τα γένια του κατή,
γράφουνε και στο Κομπότι,
προσκυνούνε το δεσπότη.
Μπρε Τούρκοι, κάνετε καλά,
γιατί σας καίμε τα χωριά.
Δώστε μας τ αρματωλίκι
γιατί ερχόμαστε σα λύκοι.
*
Του Μάρκου Μπότσαρη
Θρήνος μεγάλος γίνεται μέσα στο Μεσολόγγι
Το Μάρκο παν στην εκκλησιά, το Μάρκο παν στο τάφο.
Ξήντα παπάδες παν ,μπροστά και δέκα δεσποτάδες
κι από μεριά Σουλιώτισσες τονε μοιρολογάνε.
Κι ο γερο-Νότης κάθονταν στου Μάρκου το κεφάλι
Κι όλο του Μάρκου να ’λεγε κι όλο του Μάρκου λέει:
«Για σήκω απάνω Μάρκο μου, και μη βαριοκοιμάσαι.»
…. Βάλτος επροσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι.
Το Μεσολόγγι απόμεινε, δε θέλ’ να προσκυνήσει.
Στεργιάς το δέρνει ο Κιουταχής κι ο Αράπης του πελάγου
Κι ο Μάρκος αποκρίθηκε, μ’ όσο κι αν ημπορούσε
«Δεν μπορώ ο μαύρος να σταθώ, να σηκωθώ, να κάτσω
γιατί έχω βόλι στην καρδιά, στο πρόσωπο σκοτάδι.»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου