ΧΙΟΝΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΑΣ!
Οι τέσσερις Εποχές (Ο χειμώνας) - Antonio Vivaldi (αφήγηση Ζακ Μεναχέμ)
Απόδοση στα Ελληνικά: Ίρις Ζαχμανίδη
Αφήγηση: Ζακ Μεναχέμ
Παίζουν οι σολίστ της Στουτγάρδης υπό τη Διεύθυνση του Marcel Couraud
Καινούριο χιόνι πέφτει
Επάνω στο παλιό
Κι άλλες νιφάδες βιάζονται να γίνουν λάσπη.- Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Γιάννης Ρίτσος, Το χιόνι
Το χιόνι είναι άσπρο, μαλακό σαν τελειωμένος έρωτας-είπε.
Έπεσε απρόσμενα, τη νύχτα μ' όλη τη σοφή σιωπή του,
Το πρωί, λαμποκοπούσε ολόλευκη η εξαγνισμένη πολιτεία,
Μια παλιά στάμνα πεταμένη στην αυλή, ήταν ένα άγαλμα.
Εκείνος ένοιωσε την κοφτερή ψυχρότητα του πάγου,
την απεραντοσύνη της λευκότητας, σαν άθλο του προσωπικό
μονάχα μια στιγμή ανησύχησε: μήπως και δεν του απόμενε
τίποτα πιο θερμό να το παγώσει, μήπως και δεν ήταν
μια νίκη του χιονιού, μα απλώς μια ουδέτερη γαλήνη,
μια ελευθερία χωρίς αντίπαλο και δόξα.
Βγήκε λοιπόν αμήχανος στο δρόμο, κι όπως είδε το χιονάνθρωπο
που φτιάχναν τα παιδιά, πλησίασε και του' βαλε
δυο σβηστά κάρβουνα για μάτια, χαμογέλασε αόριστα
κι έπαιξε χιονοπόλεμο μαζί τους ως τ' απόγευμα.
(Κική Δημουλά)
(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)
-Κώστας Καρυωτάκης, «Το χιόνι»
«Τι καλά που ‘ναι στο σπίτι μας τώρα που έξω πέφτει χιόνι!
Το μπερντέ παραμερίζοντας τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι
να σκεπάζει όλα τα πράγματα, δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.
Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση μαζεμένη τόση ασπρίλα.
Όμως, κοίτα, τουρτουρίζοντας το κορίτσι εκείνο τρέχει.
Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας, ψωμί λέει πως δεν έχει,
πως κρυώνει, πως επάγωσε…
Έλα μέσα κοριτσάκι,
το τραπέζι μας εστρώθηκε κι αναμμένο είναι το τζάκι!»
Τοπίο-(Μυρτιώτισσα)
«Αγαπημένε, στρώνεται το χιόνι στον
κήπο, στην αυλή, στα κεραμίδια. Την
αρχοντιά του όπου σταθεί ξαπλώνει,
περήφανο και πάναγνο το χιόνι
Το ''Χιόνι'' στην ποίηση
Επάνω στο παλιό
Κι άλλες νιφάδες βιάζονται να γίνουν λάσπη.- Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Κι αν χιονίζει στο πνεύμα/ κι αν κρυώνουν οι μεγάλες/ ιδέες/ ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει...Νίκος Καρούζος
Γιάννης Ρίτσος, Το χιόνι
Το χιόνι είναι άσπρο, μαλακό σαν τελειωμένος έρωτας-είπε.
Έπεσε απρόσμενα, τη νύχτα μ' όλη τη σοφή σιωπή του,
Το πρωί, λαμποκοπούσε ολόλευκη η εξαγνισμένη πολιτεία,
Μια παλιά στάμνα πεταμένη στην αυλή, ήταν ένα άγαλμα.
Εκείνος ένοιωσε την κοφτερή ψυχρότητα του πάγου,
την απεραντοσύνη της λευκότητας, σαν άθλο του προσωπικό
μονάχα μια στιγμή ανησύχησε: μήπως και δεν του απόμενε
τίποτα πιο θερμό να το παγώσει, μήπως και δεν ήταν
μια νίκη του χιονιού, μα απλώς μια ουδέτερη γαλήνη,
μια ελευθερία χωρίς αντίπαλο και δόξα.
Βγήκε λοιπόν αμήχανος στο δρόμο, κι όπως είδε το χιονάνθρωπο
που φτιάχναν τα παιδιά, πλησίασε και του' βαλε
δυο σβηστά κάρβουνα για μάτια, χαμογέλασε αόριστα
κι έπαιξε χιονοπόλεμο μαζί τους ως τ' απόγευμα.
"Το ανέβαλες. Κακοκαιρία μεγάλη, πέσανε χιόνια κλείσανε οι δρόμοι, πάγοι, μεγάλη ολισθηρότης. Καλά έκανες. Εάν δεν είναι ολισθηρή η επιθυμία προς τι να έρθει;"
(Κική Δημουλά)
Από την «Εαρινή Συμφωνία» του Ρίτσου: «Θ’ αφήσω/ τη λευκή χιονισμένη κορυφή/ που ζέσταινε μ’ ένα χαμόγελο/ την απέραντη μόνωσή μου. – Θα τινάξω απ’ τους ώμους μου/ τη χρυσή τέφρα των άστρων/ καθώς τα σπουργίτια/ τινάζουν το χιόνι/ απ΄ τα φτερά τους.»
|
Γυάλινα Γιάννενα -Μιχάλης Γκανάς στον Χρήστο Μπράβο Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια, κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα λασπωμένα χιλιόμετρα. Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα. Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα. Στο πρώτο χάνι έφαγε, και κοιμήθηκε τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ’ το χιόνι που έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο κι άκουγε τα κλαρίνα. Πότε θαμπά και πότε δίπλα του, όπως τα ’φερνε ο άνεμος. Κι άκουσε μετά τη φωνή πεντακάθαρη, από κάπου κοντά, σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα. Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε και γύρισε στο χωριό του. Στα πενήντα του θα ’τανε με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια, με τη μαύρη κάπα στις πλάτες, και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες κανένας δεν το ’μαθε. Χιόνι-(Τάκης Βαρβιτσιώτης) Εκεί ψηλά πια δεν υπάρχει κανένας Μακριά σημαίνουν καμπάνες Έξω η νύχτα παραμονεύει Γεμάτη φυλλώματα Ορθάνοιχτα μάτια Εχθρικούς καθρέφτες Νεκρά τα πλοία μες στην ομίχλη Η σιωπή μια πληγή δίχως όνομα Το δάσος βελούδινο Μια παιδούλα κοιμάται στον ίσκιο του Απ’ την ανάσα της Γεννιούνται αδιάκοπα Άστρα λευκά Γυάλινα Γιάννενα -Μιχάλης Γκανάς στον Χρήστο Μπράβο Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια, κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα λασπωμένα χιλιόμετρα. Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα. Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα. Στο πρώτο χάνι έφαγε, και κοιμήθηκε τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ’ το χιόνι που έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο κι άκουγε τα κλαρίνα. Πότε θαμπά και πότε δίπλα του, όπως τα ’φερνε ο άνεμος. Κι άκουσε μετά τη φωνή πεντακάθαρη, από κάπου κοντά, σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα. Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε και γύρισε στο χωριό του. Στα πενήντα του θα ’τανε με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια, με τη μαύρη κάπα στις πλάτες, και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες κανένας δεν το ’μαθε. -Βέρα Πάβλοβα, [Μόνο χιόνι]: Θα΄ναι χειμώνας, θαρρώ, όταν έρθει. Από την αφόρητη λευκότητα του δρόμου μια κουκίδα θα φανεί, τόσο μαύρη που τα μάτια θα θαμπώσουν, και θα πλησιάζει για ώρα πολλή, πάρα πολλή αντισταθμίζοντας την απουσία του με τον ερχομό του, και για ώρα πολλή, πάρα πολλή, κουκίδα θα μείνει. Ένας κόκκος σκόνης; Ένα κάψιμο στο μάτι; Χιόνι, τίποτα άλλο δεν θα υπάρχει, μόνο χιόνι, για ώρα πολλή, πάρα πολλή, τίποτα άλλο, κι αυτός το χιονισμένο πέπλο θα παραμερίζει, μέγεθος θα αποκτά και τρεις διαστάσεις, κι όλο και περισσότερο θα πλησιάζει... Αυτό είναι το όριο, δεν μπορεί να έρθει πιο κοντά. Μα αυτός συνεχίζει να πλησιάζει, και τώρα είναι τόσο πελώριος που δεν μπορείς να τον μετρήσεις.
|
Αγάπη είπες;
Ο καθένας την πελεκάει όπως θέλει.
Άλλος με πέτρα.
Άλλος με χιόνι.
Η πιο σωστή να ξέρεις, είναι από χιόνι.
Κρατάει όσο κι η αληθινή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου