ΠΑΡΝΗΘΑ - ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΛΕΙΣΤΩΝ - ΑΡΧΑΙΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΦΥΛΗΣ

Πάρνηθα, μια σύντομη διαδρομή στο χρόνο


Πριν η Πάρνηθα γίνει Εθνικός Δρυμός και χώρος αναψυχής και πεζοπορίας διέτρεξε τους αιώνες ως χώρος λατρείας, οχυρωματικό προπύργιο και “υδρομάνα” της Αττικής, ενώ πολλά είναι ακόμα τα σημάδια από τη διαχρονική χρήση και την κατοίκηση του βουνού, κάτι που μαρτυρείται και στον πλούτο των τοπωνυμιών του.

Από τη σύντομη αναφορά του περιηγητή Παυσανία στην Πάρνηθα, μαθαίνουμε ότι η Πάρνηθα ήταν αφιερωμένη στο Δία, η λατρεία του οποίου ήταν άλλωστε συνήθης στις βουνοκορφές. Γνωστό είναι από ευρήματα και κείμενα της αρχαίας γραμματείας ότι στο σπήλαιο του Πανός λατρευόταν ο τραγοπόδαρος Πάνας, προστάτης των βοσκών. Σε ανασκαφές βρέθηκε μεγάλος αριθμός λυχναριών ενώ στην είσοδο του σπηλαίου υπάρχουν κόγχες λαξευτές όπου τοποθετούσαν αφιερώματα.

Εκτός από τον ιερό της χαρακτήρα η Πάρνηθα ήταν και το σύνορο μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας και το Αθηναϊκό κράτος είχε χτίσει δεκάδες οχυρά και φρούρια, από τα οποία σώζονται αρκετά σε ερειπιώδη κατάσταση. Ένα από τα καλύτερα διατηρημένα είναι το φρούριο της Φυλής, του οποίου οι τοίχοι διατηρούνται σε μερικά σημεία σε μεγάλο ύψος.

Πολύτιμα για το λεκανοπέδιο ήταν τα πηγαία νερά της Πάρνηθας και από τα αρχαία χρόνια είχε κατασκευαστεί μεγάλο υδραγωγικό δίκτυο που επεκτάθηκε και τελειοποιήθηκε επί του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αδριανού. Το υδραγωγείο είχε δύο βασικούς κλάδους στα ρέματα της Θοδώρας και της Γιαννούλας (το πρώτο μετέφερε νερό στην Ελευσίνα και το δεύτερο στον Ελαιώνα της Αθήνας).

Στα βυζαντινά χρόνια ιδρύθηκαν κάποιες από τις Μονές που διατηρούνται μέχρι σήμερα ανακαινισμένες.
 Οι αγροτικές, κτηνοτροφικές και υλοτομικές δραστηριότητες, τα καρβουνιάρικα και η ρητινοσυλλογή ασκούνταν μέχρι πρόσφατα σε αρκετά σημεία του βουνού και είναι ορατά τα κατάλοιπά τους, όπως και τα ερείπια από παλιούς συνοικισμούς, αλώνια, πηγάδια κλπ.

Η Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλειστών 


 



Επί Τουρκοκρατίας ονομαζόταν «Κλειστιώτισσα» από τη θέση «Κλειστά» που βρίσκεται και κατά παραφθορά του «Εκκλησιώτισσα».

Είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε. Από την αρχιτεκτονική της μορφή, καταλαβαίνει κανείς ότι η εκκλησία είναι σταυροειδής ναός με τρούλο, που θεωρείται πως έχει κτιστεί κατά τον 16ο ή 17ο αιώνα.

Η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κλειστών Φυλής είναι παλαιό μοναστήρι που βρίσκεται στις νοτιοδυτικές υπώρειες της Πάρνηθας, στην Αττική και σε υψόμετρο περίπου 600 μ., κοντά στο αρχαίο φρούριο της Φυλής και είναι περίπου 3 χλμ. από τη Χασιά.


Επί Τουρκοκρατίας ονομαζόταν «Κλειστιώτισσα» από τη θέση «Κλειστά» που βρίσκεται και κατά παραφθορά του «Εκκλησιώτισσα».

Η Μονή Κλειστών το 1930 ήταν ανδρώα, ενώ το 1933 ανασυστήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο σε γυναικεία.

Στην Κατοχή, πολλοί πατριώτες αλλά και Εβραίοι προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών, φυγαδευτήκαν μέσω της μονής στις αντάρτικες ομάδες που δρούσαν στην περιοχή.

Το 1951 ήταν εγκατεστημένες 8 μοναχές. Στην απογραφή του 2001 αριθμούσε 56 μοναχές. Από το έτος 2010 υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως ενώ προηγουμένως υπαγόταν στην τέως Μητρόπολη Αττικής.

Οι επιβλητικοί ορεινοί όγκοι της Χασιάς, εντός των οποίων βρίσκεται η ιστορική Μονή


Ακολουθώντας το δρόμο που οδηγεί από τη Φυλή προς Δερβενοχώρια, περίπου στα τρεισήμισι χιλιόμετρα βορειοδυτικά από το κέντρο του οικισμού, συναντούμε ένα από τα αρχαιότερα βυζαντινά μοναστήρια της Δυτικής Αττικής.

Η Μονή Κλειστών, ευρισκόμενη σε ύψος 430 μέτρων, σε ένα σημείο που «αγκαλιάζεται» από τους επιβλητικούς ορεινούς όγκους του «Άρματος» ή «Καλιακούδας» από τα βόρεια, από τις κορυφές «Αλογόπετρα» και «Ταμίλθι» ανατολικά και την κορυφογραμμή «Θοδώρα» και «Καλλίνικο» από τα δυτικά, οφείλει το όνομά της στην εντυπωσιακή, αλλά και μυστηριώδη, «κλειστή» της τοποθεσία.

Από το απόκρημνο σημείο στο οποίο δεσπόζει η δυτική όχθη του -επισφαλούς για τους πεζοπόρους αλλά και σαγηνευτικού για τους φυσιοδίφες- φαραγγιού της Γιαννούλας, είναι διακριτός ο αττικός νότος, το Θριάσιο πεδίο και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή και συγγραφέα Δημήτρη Γιώτα, το μοναστήρι, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, κτίστηκε περίπου στις αρχές του 13ου αιώνα, είναι δηλαδή της βυζαντινής περιόδου και ο λόγος της ίδρυσής του ήταν η παροχή καταφυγίου στους κυνηγημένους Χριστιανούς, αλλά και στους κάθε λογής υπόδουλους Έλληνες που πάσχιζαν να αποφύγουν το θάνατο και το σκλαβοπάζαρο.

Ο καθηγητής – ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος θεωρεί ότι ως ημερομηνία κατασκευής του μπορεί να θεωρηθεί «προ της αλώσεως», δηλαδή πριν από το 1453.

Ένα από τα πλέον ιστορικά έθιμα του Δήμου Φυλής, είναι το καθιερωμένο ταξίδι που κάνει κάθε χρόνο η θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται στη Μονή Κλειστών, μαζί με πλήθος πιστών, από το Μοναστήρι ως τον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στα Άνω Λιόσια. Παραδοσιακά, το «παρών» στη λιτάνευση δίνουν Φουστανελοφόροι και Γριζοφόρες, αλλά και κάτοικοι από όλες τις δημοτικές ενότητες, κρατώντας όλοι μαζί «ζωντανό» το έθιμο των προγόνων.

Σύμφωνα με τον θρύλο, η θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας, βρέθηκε πριν από πολλά χρόνια από έναν ευσεβή Χριστιανό, στην απέναντι όχθη του φαραγγιού, εντός του κοιλώματος ενός βράχου, υπό τη λάμψη ενός εκτυφλωτικού φωτός, σε ένα σημείο που κατόπιν ονομάστηκε Φανερωμένη. Ο πιστός μετέφερε την είδηση στους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι ενθουσιασμένοι αποφάσισαν να κτίσουν ένα μοναστήρι εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Μονή, προκειμένου να διαφυλάξουν το πολύτιμο εύρημα, καθώς στο σημείο όπου ευρέθη η Εικόνα ήταν αδύνατο να κτιστεί το οτιδήποτε, κυρίως λόγω της δυσκολίας μεταφοράς υλικών εντός του κοιλώματος.

Ωστόσο, προς έκπληξη όλων, όχι μία, αλλά δύο φορές η Εικόνα αλλά και τα υλικά των μαστόρων επέστρεψαν μόνα τους στο αρχικό σημείο, δείχνοντας τη θέλησης της Παναγιάς. Στη συνέχεια όμως, μετά και τις ολονύκτιες παρακλήσεις στη Θεοτόκο, φαίνεται πως οι ικεσίες των Χριστιανών εισακούστηκαν, αφού η Εικόνα έμεινε στη θέση της και οι εργασίες ανέγερσης του μοναστηριού προχώρησαν κανονικά.

Ακόμα και στις μέρες μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως το ακοίμητο καντήλι της Φανερωμένης μεταφέρεται από τις μοναχές μέσω τροχαλίας σε μια απόσταση περίπου 200 μέτρων, ενώ πάντα υπάρχουν στο κοίλωμα οι αφιερώσεις και τα μηνύματα των πιστών που επισκέπτονται το δύσβατο σημείο.



Αρχαίο Φρούριο Φυλής 



Το Φρούριο της Φυλής

Μέχρι και τον 19ο αι. από το φρούριο της Φυλής περνούσε ο δρόμος που συνέδεε την Θήβα με την Αθήνα, ανάμεσα στον Κιθαιρώνα και την Πάρνηθα ενώ ταυτόχρονα, ο ίδιος δρόμος περνούσε από το φρούριο των Ελευθερών και έφτανε στο Θριάσιο Πεδίο. Βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση, καθώς ήλεγχε πολλά από τα περάσματα από την πεδιάδα των Σκούρτων, που αποτελούσε πεδίο μαχών μεταξύ Βοιωτών και Αθηναίων. Έχει εξαιρετική εποπτική θέα προς την Αθήνα και οπτική επαφή με την κορυφή Κεραμίδι, τον Λυκαβηττό, την Πέτρα της Θοδώρας και την Ακρόπολη.

Εικ.: Απεικόνιση του φρουρίου Φυλής από τον E. Dodwell, στο «Απόψεις και περιγραφές κυκλώπειων και πελασγικών μνημείων στην Ελλάδα και στην Ιταλία με υστερότερα κτίσματα (1834)».


Ιστορικό πλαίσιο

Η πολιτική κατάσταση ήταν τεταμένη στην Αθήνα στα τέλη του 5ου αι π.Χ., η οποία, μετά την ήττα
της από την Σπάρτη στον Πελοποννησιακό πόλεμο, διένυε την οκτάμηνη περίοδο διακυβέρνησης των Τριάκοντα Τυράννων. Τον Δεκέμβριο του 404 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος μαζί με τον στρατηγό Άνυτο και ένα σώμα εβδομήντα εξόριστων δημοκρατικών που είχαν εκδιωχθεί από το ολιγαρχικό πολίτευμα, πέρασαν από τη Θήβα στην Αττική και κατέλαβαν το φρούριο της Φυλής, περιμένοντας την επίθεση των Τριάκοντα. 

Ο δήμος της Φυλής επιλέχθηκε, καθώς ήταν ένα μέρος που μπορούσε εύκολα να υπερασπιστεί από όλες τις πλευρές. Τα νέα της άφιξης του Θρασύβουλου εξαπλώθηκαν γρήγορα και παρά τα στρατιωτικά μέτρα που έλαβαν οι Τριάκοντα, η ομάδα του ενισχύθηκε από τριάντα περίπου ακόμα άντρες. Η εκστρατεία των Τριάκοντα, οι οποίοι, οδηγώντας μία πολυάριθμη δύναμη προς την Φυλή, στόχευαν στον αποκλεισμό του φρουρίου, διακόπηκε λόγω των έντονων καιρικών φαινομένων. Λίγους μήνες αργότερα, την άνοιξη του 403 π.Χ., επιχειρήθηκε μία δεύτερη εκστρατεία κατά του Θρασυβούλου και των δημοκρατικών, η οποία απέτυχε εκ νέου, καθώς ο στρατός των ολιγαρχικών αιφνιδιάστηκε και κατατροπώθηκε κοντά στις Αχαρνές.

Στη συνέχεια, ο Θρασύβουλος εγκατέλειψε το φρούριο και κινήθηκε προς τον Πειραιά και συγκεκριμένα στο λόφο της Μουνυχίας, όπου κατάφερε ισχυρό πλήγμα εναντίον του στρατού των ολιγαρχικών για μία ακόμη φορά. Μετά την ήττα των Τριάκοντα στη μάχη της Μουνυχίας, αποφασίστηκε η παύση τους και η εκλογή μίας νέας κυβέρνησης. Προκειμένου να διασωθεί και να διατηρηθεί το ολιγαρχικό πολίτευμα, μία γενική συνέλευση όρισε ένα σώμα από δέκα εκπροσώπους, το οποίο ονομάστηκε δεκαρχία. Παρά την αλλαγή κυβέρνησης, η δεκαρχία αποτυγχάνει να συνθηκολογήσει με τον Θρασύβουλο και ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίζεται.

Επρόκειτο να παύσει μόνο έπειτα από την παρέμβαση του Παυσανία, στρατηγού και βασιλιά της Σπάρτης, ο οποίος αντικατέστησε τα μέλη της πρώτης δεκαρχίας με πιο μετριοπαθείς και διαλλακτικούς εκπροσώπους και τελικά κατάφερε την σύναψη ειρήνης με την Αθήνα. Συνεπώς, ο τερματισμός του εμφυλίου και η απελευθέρωση της Αθήνας οφείλεται αφενός στον Θρασύβουλο και τους συνεχείς αγώνες των δημοκρατικών και αφετέρου στην φρόνηση και νηφάλια κρίση του Παυσανία. Τα γεγονότα αυτά περιγράφουν με λεπτομέρεια ο Ξενοφών (2.4.1-2.4.17) και ο Διόδωρος Σικελιώτης (14.32-33).
 
Το Φρούριο της Φυλής.


Τοπογραφία και θέση


Το φρούριο εντοπίζεται σε φυσικό ισόπεδο της νότιας πλευράς του Όρους Πάρνηθας, σε υψόμετρο 680 μ., περίπου 1 χλμ. ΝΔ του αρχαίου δήμου της Φυλής Οινηίδας και ελέγχει το ορεινό πέρασμα μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας. Βρίσκεται περίπου 6 χλμ. Β-ΒΔ από τον σύγχρονο Δήμο Φυλής, που σήμερα ανήκει στην περιφερειακή ενότητα Δυτικής Αττικής και περιλαμβάνει τις δημοτικές ενότητες των Άνω Λιοσίων, Ζεφυρίου και Φυλής.Μέχρι και τον 19ο αι. από το φρούριο της Φυλής περνούσε ο δρόμος που συνέδεε την Θήβα με την Αθήνα, ανάμεσα στον Κιθαιρώνα και την Πάρνηθα ενώ ταυτόχρονα, ο ίδιος δρόμος περνούσε από το φρούριο των Ελευθερών και έφτανε στο Θριάσιο Πεδίο. Βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση, καθώς ήλεγχε πολλά από τα περάσματα από την πεδιάδα των Σκούρτων, που αποτελούσε πεδίο μαχών μεταξύ Βοιωτών και Αθηναίων, προς την Αθήνα. Έχει εξαιρετική εποπτική θέα προς την Αθήνα και οπτική επαφή με την κορυφή Κεραμίδι, τον Λυκαβηττό, την Πέτρα της Θοδώρας και την Ακρόπολη.



Το μνημείο

Το φρούριο χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και παρουσιάζει ακανόνιστη ελλειπτική κάτοψη με διαστάσεις περίπου 100 x 30μ., από τα NA προς τα BΔ. Το οχυρωματικό τείχος διατρέχει την βόρεια, νότια και ανατολική πλευρά του υψώματος και είναι ενισχυμένο με πύργους. Ένα τμήμα των τειχών της δυτικής και νοτιοδυτικής πλευράς είναι κατεστραμμένο σε μία έκταση περίπου 150 μ. Η απόκρημνη φύση της νοτιοδυτικής πλευράς καθιστά αδύνατη την είσοδο στο φρούριο από εκείνο το σημείο, συνεπώς δεν συνέτρεχε λόγος τείχισής της.

Διαθέτει δύο πύλες, μία κύρια στα ανατολικά η οποία σήμερα δεν σώζεται και άλλη μία μικρότερη, στα νότια. Η νότια πλευρική πύλη αποτελείται από ένα λίθινο υπέρθυρο, το οποίο στηρίζεται στο τείχος. Το φρούριο διέθετε εφτά πύργους συνολικά, έξι τετράγωνους και έναν στρογγυλό, από τους οποίους σήμερα σώζονται ο βόρειος, ο βορειοανατολικός, ο νοτιοανατολικός, και ο νότιος. Οι πύργοι συνδέονταν μεταξύ τους μέσω του περιδρόμου (1), ενώ το φρούριο διέθετε επίσης προμαχώνα (2). Στην βορειοανατολική γωνία, πλησίον της ευπρόσβλητης κεντρικής πύλης βρίσκεται ο στρογγυλός πύργος, ο επιβλητικότερος όλων, με έχει διάμετρο 6 μ. Στις επεκτάσεις της βόρειας και νότιας πλευρά του τείχους, που έχουν καταρρεύσει και δεν διασώζονται, υπήρχαν δύο πύργοι αντιστοίχως. Στο εσωτερικό του φρουρίου έχουν εντοπιστεί τα ερείπια κτισμάτων για την εξυπηρέτηση των αναγκών του οχυρού και τη διαμονή της φρουράς. Έχουν εντοπιστεί επίσης τα ερείπια μίας δεξαμενής σε κοντινή απόσταση, που χρησιμοποιούταν για την αποθήκευση πόσιμου νερού, το οποίο αντλούσαν από τις τέσσερις πηγές που βρίσκονταν στα Β και ΒΑ του φρουρίου.


1. Ο περίδρομος ήταν διάδρομος για την κυκλοφορία των αμυνόμενων στρατιωτών πίσω από τις επάλξεις ,από όπου έριχναν τα πυρά τους.

2 Προεξέχον τμήμα τείχους ή συνηθέστερα προκεχωρημένος πύργος με αυτόνομη οχύρωση που αποτελούσε μέρος ενός μεγαλύτερου φρουρίου

Η νότια πύλη όπως φαίνεται από το εσωτερικό του φρουρίου.


Περιγραφή

Το αρχαίο οχυρό της Φυλής εντοπίζεται στη βορειοδυτική πλαγιά της Πάρνηθας, σε υψόμετρο 850 μέτρων, γύρω στα 10 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του σύγχρονου οικισμού της Φυλής.Πρόκειται για ένα από τα πολυάριθμα παραμεθόρια φρούρια που είχαν κατασκευάσει οι Αθηναίοι, προκειμένου να ελέγχουν τους δρόμους που οδηγούσαν στην αττική ενδοχώρα. Το φρούριο της Φυλής, που χρονολογείται στον 4ο αιώνα κατέχει στρατηγική θέση, καθώς βρίσκεται πάνω στον πιο άμεσο, αν και όχι τον ευκολότερο, δρόμο που συνέδεε την Αθήνα με τη Θήβα.

Το ακανόνιστου σχήματος τείχος αγκαλιάζει την ανατολική πλευρά του υψώματος.
 Η δυτική πλευρά του υψώματος είναι τόσο απόκρημνη, ώστε δεν χρειάστηκε να περιβληθεί με τείχος.
Η κορυφή του υψώματος προσφέρει μία εξαιρετική θέα της πόλης των Αθηνών. Τα απότομα βράχια εκεί εξομαλύνθηκαν, ώστε να δημιουργηθεί χώρος αρκετά επίπεδος για να φιλοξενήσει οικοδομήματα. Πρόκειται για καταλύματα και κτήρια, τα οποία εξυπηρετούσαν τις καθημερινές ανάγκες της φρουράς που κατοικούσε εκεί σε μόνιμη βάση. Από τα κτίσματα αυτά έχουν διασωθεί μόνο τα θεμέλια.

Ο οχυρωμένος χώρος είναι σχετικά περιορισμένος (30 x 100 μέτρα). Το τείχος έχει πλάτος 2,5 μέτρα κατά μέσο όρο και επιστέφεται από επάλξεις. Είναι κατασκευασμένο από καλοδουλεμένους ορθογώνιους ογκόλιθους από ντόπιο γκρίζο ασβεστόλιθο. Διαθέτει τέσσερις πύργους, τρεις ορθογώνιας κάτοψης και έναν κυκλικής.

 Ο κυκλικός πύργος, με διάμετρο περί τα 6 μέτρα, είναι ο ισχυρότερος. Βρίσκεται στη βορειοανατολική γωνία, η οποία είναι και η πλέον ευπρόσβλητη, καθώς εκεί το έδαφος είναι πολύ πιο ομαλό. Στην ανατολική πλευρά του τείχους, κοντά στον κυκλικό πύργο, υπάρχει η κύρια πύλη του κάστρου.  Μια δεύτερη πύλη βρίσκεται στη νότια πλευρά. Τμήματα τοίχων πολυγωνικής τοιχοδομίας, τα οποία εντοπίστηκαν στα βορειοανατολικά του φρουρίου του 4ου αιώνα, στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής, έχουν αποδοθεί από κάποιους ερευνητές σε αρχαιότερη οχύρωση. 

Πιθανώς να πρόκειται για το οχυρό που, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, κατέλαβε ο Θρασύβουλος το 404. Ήταν τη χρονιά που, μετά την ήττα των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες στη Θήβα, η Αθήνα βρέθηκε υπό τον έλεγχο των Τριάκοντα Τυράννων. Ο Θρασύβουλος, ηγούμενος μικρής ομάδας πολεμιστών, έσπευσε στην πόλη με στόχο την κατάλυση του νέου καθεστώτος και την απομάκρυνση της σπαρτιατικής φρουράς που το προάσπιζε. Κινήθηκε, λοιπόν, από τη Θήβα προς την Αθήνα, χρησιμοποιώντας τον ορεινό δρόμο της Πάρνηθας που προαναφέρθηκε. Το πρώτο φρούριο των Φυλασίων θα πρέπει να συνδεόταν με τρεις πύργους, τα ερείπια των οποίων σώζονταν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα σε χαμηλούς λόφους στα νότια και στα ανατολικά της οχύρωσης του 4ου αιώνα. Δύο από αυτούς απείχαν γύρω στα 500 μέτρα από την πηγή, ενώ ο τρίτος εντοπιζόταν κάτω από τα ερείπια της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία, περίπου 1.000 μέτρα ανατολικά. Ο τέταρτος πύργος υπήρχε σε ύψωμα στη θέση Βίγλα ή Άρμα, που βρίσκεται 100 μέτρα νοτιοδυτικά της Φυλής.

Το οικοδόμημα αυτό θα πρέπει να αποτελούσε παρατηρητήριο-φρυκτωρία, καθώς προσέφερε ανεμπόδιστη θέα στον παρακείμενο δρόμο.Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι τα τμήματα πολυγωνικής τοιχοποιίας στα βορειοανατολικά του φρουρίου του 4ου αιώνα δεν ανήκουν σε οχυρό, αλλά σε οικισμό. Αν αυτή η ερμηνεία ισχύει, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Θρασύβουλος κατέλαβε αυτό το χωριό και το χρησιμοποίησε ως ορμητήριο εναντίον του Πειραιά. Πάντως, ανεξάρτητα από την ύπαρξη φρουρίου, και η θέση του αρχαίου δήμου της Φυλής εντοπίζεται κάπου μεταξύ αυτής της τοποθεσίας και πηγής άφθονου νερού στα ανατολικά της οχύρωσης του 4ου αιώνα. Η ανέγερση της τελευταίας εντάχθηκε σε ένα γενικότερο πρόγραμμα κατασκευής οχυρώσεων, που πραγματοποίησαν οι Αθηναίοι μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Το φρούριο της Φυλής αναφέρεται σε επιγραφές και ψηφίσματα του 4ου αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στους πολέμους εναντίον των Μακεδόνων, κατά τον 3ο αιώνα. Το 304 πολιορκήθηκε και καταλήφθηκε από τον Κάσσανδρο στο πλαίσιο της σύγκρουσής του με τον Δημήτριο Α΄ τον Πολιορκητή και παρέμεινε στην κατοχή του μέχρι το 283. Η τελευταία επιγραφική μαρτυρία σχετίζεται με επισκευές που πραγματοποιήθηκαν στο τείχος και χρονολογείται το 236.








Μια όμορφη διαδρομή για πεζοπόρους:

Πάρνηθα - αρχαίο υδραγωγείο , Φρούριο Φυλής , Μονή Κλειστών, κυκλική διαδρομή .




Βρείτε τη διαδρομή εδώ : https://www.alltrails.com/explore/map...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ - Κεφ. 36 Μετράω και σχεδιάζω σε κλίμακες

AΦΙΕΡΩΜΑ: Ο ΜΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑΤΑ (ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ)